- ὑγρόμοθος
- ὑγρό-μοθος, ον,A fighting in the water, Nonn.D.39.272, 41.393 (-μόρων is f.l. in 39.88).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υγρόμοθος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που μάχεται μέσα στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + μόθος «συμπλοκή, μάχη» (πρβλ. θαλασσό μοθος)] … Dictionary of Greek
ὑγρομόθοιο — ὑγρόμοθος fighting in the water masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρομόθων — ὑγρόμοθος fighting in the water masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρομόθῳ — ὑγρόμοθος fighting in the water masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek